- καταπτωχεύω
- καταπτωχεύω (Α)1. κάνω κάποιον εντελώς φτωχό2. παθ. καταπτωχεύομαιγίνομαι φτωχός, ξεπέφτω πολύ, καταντώ επαίτης3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπτωχευμένος, -η, -ονπολύ πτωχικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπτωχεύειν — καταπτωχεύω reduce to beggary pres inf act (attic epic) καταπτωχεύω reduce to beggary pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπτωχευμένων — καταπτωχεύω reduce to beggary perf part mp fem gen pl καταπτωχεύω reduce to beggary perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπτωχευμέναις — καταπτωχεύω reduce to beggary perf part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)